-
1 газ
το αέριοсбрасывать - (авто) μειώνω/ρίχνω την ταχύτηταблагородный - ευγενές/αδρανές -болотный - των ελών/βάλτων, το μεθάνιοвредный - επιβλαβές -, βλαβερό -выхлопной - εξαγωγής, το καυσαέριοгремучий - εκρηκτικό -, ελώδες -сжиженный - υγροποιημένο -, το υγραέριο-ядовитый - τοξικό/δηλητηριώδης -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газ
-
2 дом
-а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.1. σπίτι, οικία•каменный дом πέτρινο σπίτι•
деревянный дом ζυλόσπιτο•
жилой дом κατοικία•
в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•
многоквартирный дом πολυκατοικία•
загородной -εξοχικό σπίτι.
2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.
3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•
в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•
богатый дом πλούσιο σπίτι•
хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.
4. δυναστεία, οίκος•дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.
5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•дом культуры σπίτι πολιτισμού•
дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•
детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•
дом пионеров σπίτι των πιονέρων•
родильный μαιευτήριο•
βλ. ανωτ. детский дом.6. κατάστημα•банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•
торговый дом εμπορικός οίκος•
исправительный дом σωφρονιστήριο•
игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•
питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.
εκφρ.на дом – στο σπίτι•брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•на –у – στο σπίτι, οίκοι•работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον.